ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὀζόστομος τὸ ὀζόστομον
      γενική τοῦ/τῆς ὀζοστόμου τοῦ ὀζοστόμου
      δοτική τῷ/τῇ ὀζοστόμ τῷ ὀζοστόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀζόστομον τὸ ὀζόστομον
     κλητική ! ὀζόστομε ὀζόστομον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὀζόστομοι τὰ ὀζόστομ
      γενική τῶν ὀζοστόμων τῶν ὀζοστόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὀζοστόμοις τοῖς ὀζοστόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὀζοστόμους τὰ ὀζόστομ
     κλητική ! ὀζόστομοι ὀζόστομ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀζοστόμω τὼ ὀζοστόμω
      γεν-δοτ τοῖν ὀζοστόμοιν τοῖν ὀζοστόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀζόστομος (ελληνιστική κοινή) < ὄζω + -στομος (< στόμα)

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀζόστομος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  • που έχει δυσάρεστη αναπνοή
    ※  2ος κε αιώνας Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν (Ad Se Ipsum), 5.28.1, @scaife.perseus
    Τῷ γράσωνι μήτι ὀργίζῃ, μήτι τῷ ὀζοστόμῳ ὀργίζῃ; τί σοι ποιήσει; τοιοῦτον στόμα ἔχει, τοιαύτας μάλας ἔχει, ἀνάγκη τοιαύτην ἀποφορὰν ἀπὸ τοιούτων γίνεσθαι.
    ※  Ψευδο-Λουκιανός, στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 11ο, επίγραμμα 427 @perseus.tufts.edu, @anthologiagraeca.org
    δαίμονα πολλὰ λαλῶν ὀζόστομος ἐξορκιστὴς
    ἐξέβαλ᾽, οὐχ ὅρκων, ἀλλὰ κόπρων δυνάμει.