Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἰσκιερός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἰσκιερ
ός
ἡ
ἰσκιερ
ᾱ́
τὸ
ἰσκιερ
όν
γενική
τοῦ
ἰσκιερ
οῦ
τῆς
ἰσκιερ
ᾶς
τοῦ
ἰσκιερ
οῦ
δοτική
τῷ
ἰσκιερ
ῷ
τῇ
ἰσκιερ
ᾷ
τῷ
ἰσκιερ
ῷ
αιτιατική
τὸν
ἰσκιερ
όν
τὴν
ἰσκιερ
ᾱ́ν
τὸ
ἰσκιερ
όν
κλητική
ὦ
!
ἰσκιερ
έ
ἰσκιερ
ᾱ́
ἰσκιερ
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἰσκιερ
οί
αἱ
ἰσκιερ
αί
τὰ
ἰσκιερ
ᾰ́
γενική
τῶν
ἰσκιερ
ῶν
τῶν
ἰσκιερ
ῶν
τῶν
ἰσκιερ
ῶν
δοτική
τοῖς
ἰσκιερ
οῖς
ταῖς
ἰσκιερ
αῖς
τοῖς
ἰσκιερ
οῖς
αιτιατική
τοὺς
ἰσκιερ
ούς
τὰς
ἰσκιερ
ᾱ́ς
τὰ
ἰσκιερ
ᾰ́
κλητική
ὦ
!
ἰσκιερ
οί
ἰσκιερ
αί
ἰσκιερ
ᾰ́
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἰσκιερ
ώ
τὼ
ἰσκιερ
ᾱ́
τὼ
ἰσκιερ
ώ
γεν-δοτ
τοῖν
ἰσκιερ
οῖν
τοῖν
ἰσκιερ
αῖν
τοῖν
ἰσκιερ
οῖν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'ξηρός'
όπως «
ξηρός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἰσκιερός
< →
δείτε
τη λέξη
σκιερός
σκιά
Επίθετο
επεξεργασία
ἰσκιερός, -ά, -όν
σκιερός
, που έχει
σκιά
ἰσκιερῷ τόπῳ: σκιὰν ἔχοντι
(
⌘
Ἡσύχιος
(5ος αιώνας
κε
),
Γλῶσσαι
, Ι
)