γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἰσκιερός ἰσκιερᾱ́ τὸ ἰσκιερόν
      γενική τοῦ ἰσκιεροῦ τῆς ἰσκιερᾶς τοῦ ἰσκιεροῦ
      δοτική τῷ ἰσκιερ τῇ ἰσκιερ τῷ ἰσκιερ
    αιτιατική τὸν ἰσκιερόν τὴν ἰσκιερᾱ́ν τὸ ἰσκιερόν
     κλητική ! ἰσκιερέ ἰσκιερᾱ́ ἰσκιερόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἰσκιεροί αἱ ἰσκιεραί τὰ ἰσκιερᾰ́
      γενική τῶν ἰσκιερῶν τῶν ἰσκιερῶν τῶν ἰσκιερῶν
      δοτική τοῖς ἰσκιεροῖς ταῖς ἰσκιεραῖς τοῖς ἰσκιεροῖς
    αιτιατική τοὺς ἰσκιερούς τὰς ἰσκιερᾱ́ς τὰ ἰσκιερᾰ́
     κλητική ! ἰσκιεροί ἰσκιεραί ἰσκιερᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἰσκιερώ τὼ ἰσκιερᾱ́ τὼ ἰσκιερώ
      γεν-δοτ τοῖν ἰσκιεροῖν τοῖν ἰσκιεραῖν τοῖν ἰσκιεροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἰσκιερός < → δείτε τη λέξη σκιερός σκιά

  Επίθετο

επεξεργασία

ἰσκιερός, -ά, -όν