Ἠλύσιον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Ἠλύσιον | τὰ | Ἠλύσιᾰ |
γενική | τοῦ | Ἠλυσίου | τῶν | Ἠλυσίων |
δοτική | τῷ | Ἠλυσίῳ | τοῖς | Ἠλυσίοις |
αιτιατική | τὸ | Ἠλύσιον | τὰ | Ἠλύσιᾰ |
κλητική ὦ! | Ἠλύσιον | Ἠλύσιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἠλυσίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἠλυσίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ἠλύσιον < ουδέτερο του Ἠλύσιος < προελληνική [1]
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ἠλύσιον ουδέτερο
- (ελληνική μυθολογία) Ἠλύσιον πεδίον: τμήμα του Άδη, όπου πήγαιναν οι ψυχές των ηρώων και των ενάρετων
Δείτε επίσης επεξεργασία
επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές επεξεργασία
- Ἠλύσιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.