ἡμίεφθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἡμίεφθος, -ος, -ον
- μισοβρασμένος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De locis in homine, 47, p. 346, @scaife.perseus
- μέλι ἡμίεφθον ποιέων, ἐμβαλέων γεγραμμένων προσθετῶν τῶν ἄγειν ποιούντων, καὶ ἐπὴν ἐμβάλλῃς, ποίησον ὥσπερ τὰς βαλάνους τὰς πρὸς τὴν ἕδρην προστιθεμένας, μακρὰς δὲ ποίει καὶ λεπτὰς ταύτας·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De articulis, 63, p. 272, @scaife.perseus
- ἐπιτήδεια δὲ καὶ φύλλα σεύτλων, ἢ βηχίου, ἢ ἄλλου τινὸς τῶν τοιουτέων, ἐν οἴνῳ μέλανι αὐστηρῷ ἡμίεφθα ἐπιτιθέντα ἰητρεύειν ἐπί τε τὸ ἕλκος,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De locis in homine, 47, p. 346, @scaife.perseus
- (σε κωμική έκφραση, για τον Εμπεδοκλή) μισό ψημένος
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 77, 4 Μενίππου καὶ Αἰακοῦ @wikisource
- Ἐμπεδοκλῆς, ὦ Μένιππε, ἡμίεφθος ἀπὸ τῆς Αἴτνης παρών.
- Ο Εμπεδοκλής, Μένιππε, που ήρθε εδώ από την Αίτνα μισοψημένος.
- Μετάφραση (2002): Δημήτρης Α. Χρηστίδης, @greek‑language.gr
- Ἐμπεδοκλῆς, ὦ Μένιππε, ἡμίεφθος ἀπὸ τῆς Αἴτνης παρών.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 77, 4 Μενίππου καὶ Αἰακοῦ @wikisource
Συγγενικά
επεξεργασία- Λέξεις ἡμί- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- → και δείτε τη λέξη ἕψω
Πηγές
επεξεργασία- ἡμίεφθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἡμίεφθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.