→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἡμίεφθος τὸ ἡμίεφθον
      γενική τοῦ/τῆς ἡμιέφθου τοῦ ἡμιέφθου
      δοτική τῷ/τῇ ἡμιέφθ τῷ ἡμιέφθ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἡμίεφθον τὸ ἡμίεφθον
     κλητική ! ἡμίεφθε ἡμίεφθον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἡμίεφθοι τὰ ἡμίεφθ
      γενική τῶν ἡμιέφθων τῶν ἡμιέφθων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἡμιέφθοις τοῖς ἡμιέφθοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἡμιέφθους τὰ ἡμίεφθ
     κλητική ! ἡμίεφθοι ἡμίεφθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἡμιέφθω τὼ ἡμιέφθω
      γεν-δοτ τοῖν ἡμιέφθοιν τοῖν ἡμιέφθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἡμίεφθος < ἡμί- + -εφθος (< ἕψω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἡμίεφθος, -ος, -ον

  1. μισοβρασμένος
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, De locis in homine, 47, p. 346, @scaife.perseus
    μέλι ἡμίεφθον ποιέων, ἐμβαλέων γεγραμμένων προσθετῶν τῶν ἄγειν ποιούντων, καὶ ἐπὴν ἐμβάλλῃς, ποίησον ὥσπερ τὰς βαλάνους τὰς πρὸς τὴν ἕδρην προστιθεμένας, μακρὰς δὲ ποίει καὶ λεπτὰς ταύτας·
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, De articulis, 63, p. 272, @scaife.perseus
    ἐπιτήδεια δὲ καὶ φύλλα σεύτλων, ἢ βηχίου, ἢ ἄλλου τινὸς τῶν τοιουτέων, ἐν οἴνῳ μέλανι αὐστηρῷ ἡμίεφθα ἐπιτιθέντα ἰητρεύειν ἐπί τε τὸ ἕλκος,
  2. (σε κωμική έκφραση, για τον Εμπεδοκλή) μισό ψημένος
    ※  2ος κε αιώνας Λουκιανός, 77, 4 Μενίππου καὶ Αἰακοῦ @wikisource
    Ἐμπεδοκλῆς, ὦ Μένιππε, ἡμίεφθος ἀπὸ τῆς Αἴτνης παρών.
    Ο Εμπεδοκλής, Μένιππε, που ήρθε εδώ από την Αίτνα μισοψημένος.
    Μετάφραση (2002): Δημήτρης Α. Χρηστίδης, @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία