ἔνορχος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔνορχος | τὸ | ἔνορχον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐνόρχου | τοῦ | ἐνόρχου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐνόρχῳ | τῷ | ἐνόρχῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔνορχον | τὸ | ἔνορχον | ||
κλητική ὦ! | ἔνορχε | ἔνορχον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἔνορχοι | τὰ | ἔνορχᾰ | ||
γενική | τῶν | ἐνόρχων | τῶν | ἐνόρχων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐνόρχοις | τοῖς | ἐνόρχοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐνόρχους | τὰ | ἔνορχᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἔνορχοι | ἔνορχᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐνόρχω | τὼ | ἐνόρχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐνόρχοιν | τοῖν | ἐνόρχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ἔνορχος, -ος, -ον
- που δεν είναι ευνουχισμένος, που έχει όρχεις
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 147 (147-148)
- πεντήκοντα δ᾽ ἔνορχα παρ᾽ αὐτόθι μῆλ᾽ ἱερεύσειν | ἐς πηγάς, ὅθι τοι τέμενος βωμός τε θυήεις.
- και αυτού στο κτήμα, στες πηγές, πόχεις βωμόν ευώδη | πεντήκοντ᾽ αμουνούχιστα κριάρια να μου σφάξει.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- πεντήκοντα δ᾽ ἔνορχα παρ᾽ αὐτόθι μῆλ᾽ ἱερεύσειν | ἐς πηγάς, ὅθι τοι τέμενος βωμός τε θυήεις.
- ≈ συνώνυμα: ἐνόρχης, ἔνορχις
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 147 (147-148)
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη ὄρχις
Πηγές επεξεργασία
- ἔνορχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔνορχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.