ἐρικτέανος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐρικτέανος | τὸ | ἐρικτέανον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐρικτεάνου | τοῦ | ἐρικτεάνου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐρικτεάνῳ | τῷ | ἐρικτεάνῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐρικτέανον | τὸ | ἐρικτέανον | ||
κλητική ὦ! | ἐρικτέανε | ἐρικτέανον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐρικτέανοι | τὰ | ἐρικτέανᾰ | ||
γενική | τῶν | ἐρικτεάνων | τῶν | ἐρικτεάνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐρικτεάνοις | τοῖς | ἐρικτεάνοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐρικτεάνους | τὰ | ἐρικτέανᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἐρικτέανοι | ἐρικτέανᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐρικτεάνω | τὼ | ἐρικτεάνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐρικτεάνοιν | τοῖν | ἐρικτεάνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐρικτέανος (ελληνιστική κοινή) < ἐρι- (επιτατικό μόριο) + κτέανον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαἐρικτέανος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- πλούσιος
- ※ 3ος κε αιώνας ⌘ Οππιανός ο εξ Απαμείας, Κυνηγετικά, 1.312, @scaife.perseus
- τὸν ἄγουσιν ἐρικτέανοι βασιλῆες·
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 11.46, @scaife.perseus
- νηχομένοις ἑλικηδὸν ἐρικτεάνου ποταμοῖο.
- ※ 3ος κε αιώνας ⌘ Οππιανός ο εξ Απαμείας, Κυνηγετικά, 1.312, @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- ἐρικτέανος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.