ἐρειψίτοιχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐρειψίτοιχος, -ος, -ον
- (σπάνιο) που γκρεμίζει τείχη
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 882 (881-885)
- ἰὼ ἰὼ δωμάτων | ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας | ἰδόντες, ἤδη διήλ-|λαχθε σὺν σιδάρῳ.
- Τους τοίχους των γκρεμνίσετε, | αλίμονο, μονάχοι σας και μοναρχίες είδετε | πικρές πολύ ο καθένας σας· | τώρα συμβιβαστήκατε με σίδερο στο χέρι.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἰὼ ἰὼ δωμάτων | ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας | ἰδόντες, ἤδη διήλ-|λαχθε σὺν σιδάρῳ.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 882 (881-885)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐρειψίτοιχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρειψίτοιχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.