ἐπιλυτικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐπιλυτικός (ελληνιστική κοινή) < ἐπιλύω
Επίθετο
επεξεργασίαἐπιλυτικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- κατάλληλος για την επίλυση προβλημάτων
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De differentiis febrium, 1.3, p.281 @scaife.perseus
- οὔτε γὰρ ἀντιλογητικὸν οὔτε σοφισμάτων ἐπιλυτικὸν ἐνεστησάμην τόνδε τὸν λόγον, ἀλλ’ ἐπιστημονικὸν καὶ διδασκαλικὸν, ὑποθέσεις μὲν ἔχοντα τὰς δι’ ἑτέρων ἀποδεδειγμένας, διδάσκοντα δὲ τὰς διαφορὰς τῶν πυρετῶν.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De differentiis febrium, 1.3, p.281 @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- ἐπιλυτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.