ἐπικυδής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐπικυδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἐπικυδής, -ής, -ές, συγκριτικός :ἐπικυδέστερος
- ένδοξος, επιφανής
- → δείτε παράθεμα στο ἐπικυδέστερος
- λαμπρός, επιτυχημένος
- → δείτε παράθεμα στο ἐπικυδέστερος
- περισσότερο αισιόδοξος
- → δείτε παράθεμα στο ἐπικυδέστερος
Συγγενικά
επεξεργασία- ἐπικυδαίνομαι
- ἐπικυδιάω
- ἐπικυδεστέρως (επίρρημα)
- Ἐπικύδης
- Ἐπικυδίδας
- → και δείτε τη λέξη κῦδος
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐπικυδής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπικυδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.