ἐπίμοιρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασίαἐπίμοιρος, -ος, -ον
- κοινωνός, μέτοχος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας Βακχυλίδης, Ἐπίνικοι, 1.158, @scaife.perseus
- στεφάνων ἐπίμοιρον.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας Βακχυλίδης, Ἐπίνικοι, 1.158, @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐπίμοιρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.