→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπίκοτος τὸ ἐπίκοτον
      γενική τοῦ/τῆς ἐπικότου τοῦ ἐπικότου
      δοτική τῷ/τῇ ἐπικότ τῷ ἐπικότ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπίκοτον τὸ ἐπίκοτον
     κλητική ! ἐπίκοτε ἐπίκοτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπίκοτοι τὰ ἐπίκοτ
      γενική τῶν ἐπικότων τῶν ἐπικότων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπικότοις τοῖς ἐπικότοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπικότους τὰ ἐπίκοτ
     κλητική ! ἐπίκοτοι ἐπίκοτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπικότω τὼ ἐπικότω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπικότοιν τοῖν ἐπικότοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπίκοτος < ἐπί + κότος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐπίκοτος, -ος, -ον

Παράγωγα

επεξεργασία