ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐξάδελφος οἱ ἐξάδελφοι
      γενική τοῦ ἐξαδέλφου τῶν ἐξαδέλφων
      δοτική τῷ ἐξαδέλφ τοῖς ἐξαδέλφοις
    αιτιατική τὸν ἐξάδελφον τοὺς ἐξαδέλφους
     κλητική ! ἐξάδελφε ἐξάδελφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐξαδέλφω
γεν-δοτ τοῖν  ἐξαδέλφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐξάδελφος < ἐξ + αρχαία ελληνική ἀδελφός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐξάδελφος, -ου (ᾰ), αρσενικό (θηλυκό ἐξαδέλφη) (ελληνιστική κοινή)

  1. εξάδελφος
    ※  3ος κε αιώνας, Επιγραφή από την Φρυγία, Appia (Pınarcık-Abya) — Kepez. MAMA X 221, στ. 4 (1-7), @epigraphy.packhum.org
    Αὐρήλιοι Ζωτικὸ̣[ς]
    [κὲ] Τ̣ατη κὲ Ἀμμια μήτηρ
    [κὲ Μ]ένανδρος μητρὼ̣-
    [ς κὲ] ἐ̣ξάδελφος Ζω-
    [τικὸ]ς Μενάνδρῳ γλυ-
    [κυτά]τ̣ῳ μνήμης χάριν
    [κὲ ἑαυτοῖ]ς̣ ζῶντες.
  2. (σπάνιο) ανιψιός
    ※  3ος/2ος πκε αιώνας Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Τωβίθ, 1.22
    τότε ἠξίωσεν Αχιχαρος περὶ ἐμοῦ, καὶ κατῆλθον εἰς τὴν Νινευη. Αχιχαρος γὰρ ἦν ὁ ἀρχιοινοχόος καὶ ἐπὶ τοῦ δακτυλίου καὶ διοικητὴς καὶ ἐκλογιστῆς ἐπὶ Σενναχηριμ βασιλέως Ἀσσυρίων, καὶ κατέστησεν αὐτὸν Σαχερδονος ἐκ δευτέρας• ἦν δὲ ἐξάδελφός μου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας μου.