Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐνθήκη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἐνθήκη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐνθήκη θηλυκό

  • περιουσία
    ※  13ος/14ος αιώνας Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχ 323, (322-325), στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σελ.189 @archive.org
    ἐσὺ ἤσουν καρτσανᾶ παιδὶ πολλὰ μυριοχρειωμένου,
    καὶ ἔφας τὴν ἐνθήκην σου, τὰ δώδεκα δουκάτα,
    καὶ τὸ σουβλίν σου ἐπούλησες ἀλλὰ καὶ τὸ κοπίδιν,
    κ᾿ ἀγόρασέν σε, τζαπεροῦ, ὡς πρῶτόν του κορίτσιν.

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐνθήκη αἱ ἐνθῆκαι
      γενική τῆς ἐνθήκης τῶν ἐνθηκῶν
      δοτική τῇ ἐνθήκ ταῖς ἐνθήκαις
    αιτιατική τὴν ἐνθήκην τὰς ἐνθήκᾱς
     κλητική ! ἐνθήκη ἐνθῆκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐνθήκ
γεν-δοτ τοῖν  ἐνθήκαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐνθήκη (ελληνιστική κοινή) < ἐντίθημι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐνθήκη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. χρηματικό ποσό, κεφάλαιο
  2. περιουσία
  3. απόθεμα εμπορευμάτων, εμπορεύματα
  4. ένθεση λίθων
  5. περίβολος