πρώιμη νεοελληνική ή καθαρεύουσα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἐμπέρδεμα τὰ ἐμπερδέματα
      γενική τοῦ ἐμπερδέματος τῶν ἐμπερδεμάτων
      δοτική τῷ ? τοῖς ?
    αιτιατική τὸ ἐμπέρδεμα τὰ ἐμπερδέματα
     κλητική ! ἐμπέρδεμα ἐμπερδέμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐμπερδέμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἐμπερδεμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐμπέρδεμα (καθαρεύουσα) < μεσαιωνική ελληνική ἐμπέρδεμα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /emˈbeɾ.ðe.ma/
παλιότερος συλλαβισμός: ἐμ‐πέρ‐δε‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐμπέρδεμα ουδέτερο

  • (καθαρεύουσα ή πρώιμη νεοελληνική) το μπέρδεμα
    ※  1803 Κοραῆς, Ἀδαμάντιος. Αδαμαντίου Κοραή. Τα μετά θάνατον ευρεθέντα συγγράματα. Τόμος 2ος. Όπως στο Επιστολαί, Τόμος 1ος. Εν Αθήναις:Τύποις των αδελφών ΠΕΡΡΗ, 1885, σελ.391)
    Τὰ περὶ τοῦ Νικολάου σου, φίλε, μ’ ἐλύπησαν ὄχι πλέον δι’ αὐτόν, διὰ τὸν ὁποῖον ἔχασα τὰς ἐλπίδας· ἀλλὰ διότι σὲ βάλλει εἰς ἐμπερδέματα καὶ ἀμηχανίας
    Επιστολή της 14ης Μαίου 1803 προς τον Αλέξανδρο Βασιλείου, φίλο και συνεργάτη. (Αλληλογραφία: σελ.341@books.google).
    ※  1863 Τὸ ἐπ’ ἐμοὶ Κύριοι, τὸ σχηματισθὲν Ὑπουργεῖον, τὸ λέγω καθαρῶς, μοὶ ἀρέσκει, ἀλλὰ δὲν ἠμπορῶ νὰ ἐξέλθω ἀπ’ αὐτὸ τὸ ἐμπέρδεμα, ἀπ’ αὐτὸν τὸν λαβύρινθον.
    Τιμολέων Βάσσος, Επίσημος Εφημερίς της Συνελεύσεως, αριθ. 66, 5 Μαρτίου 1863, σελ. 541



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐμπέρδεμα < μπέρδεμα όπως η μετοχή ἐμπερδεμένος (ρήμα *ἐμπερδεύω < ἐμπερδένω < ἐμ- + περιδένω) [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐμπέρδεμα ουδέτερο

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «μπερδεύω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.