ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐλευθεροποιος τὸ ἐλευθεροποιον
      γενική τοῦ/τῆς ἐλευθεροποίου τοῦ ἐλευθεροποίου
      δοτική τῷ/τῇ ἐλευθεροποί τῷ ἐλευθεροποί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐλευθεροποιον τὸ ἐλευθεροποιον
     κλητική ! ἐλευθεροποιε ἐλευθεροποιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐλευθεροποιοι τὰ ἐλευθεροποι
      γενική τῶν ἐλευθεροποίων τῶν ἐλευθεροποίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐλευθεροποίοις τοῖς ἐλευθεροποίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐλευθεροποίους τὰ ἐλευθεροποι
     κλητική ! ἐλευθεροποιοι ἐλευθεροποι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐλευθεροποίω τὼ ἐλευθεροποίω
      γεν-δοτ τοῖν ἐλευθεροποίοιν τοῖν ἐλευθεροποίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐλευθεροποιός < ἐλευθερο(ποιέω), ἐλευθερο- + -ποιός

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐλευθεροποιός, -ός, -όν (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία