Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐλαϊκός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ελαϊκός
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἐλαϊκ
ός
ἡ
ἐλαϊκ
ή
τὸ
ἐλαϊκ
όν
γενική
τοῦ
ἐλαϊκ
οῦ
τῆς
ἐλαϊκ
ῆς
τοῦ
ἐλαϊκ
οῦ
δοτική
τῷ
ἐλαϊκ
ῷ
τῇ
ἐλαϊκ
ῇ
τῷ
ἐλαϊκ
ῷ
αιτιατική
τὸν
ἐλαϊκ
όν
τὴν
ἐλαϊκ
ήν
τὸ
ἐλαϊκ
όν
κλητική
ὦ
!
ἐλαϊκ
έ
ἐλαϊκ
ή
ἐλαϊκ
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἐλαϊκ
οί
αἱ
ἐλαϊκ
αί
τὰ
ἐλαϊκ
ᾰ́
γενική
τῶν
ἐλαϊκ
ῶν
τῶν
ἐλαϊκ
ῶν
τῶν
ἐλαϊκ
ῶν
δοτική
τοῖς
ἐλαϊκ
οῖς
ταῖς
ἐλαϊκ
αῖς
τοῖς
ἐλαϊκ
οῖς
αιτιατική
τοὺς
ἐλαϊκ
ούς
τὰς
ἐλαϊκ
ᾱ́ς
τὰ
ἐλαϊκ
ᾰ́
κλητική
ὦ
!
ἐλαϊκ
οί
ἐλαϊκ
αί
ἐλαϊκ
ᾰ́
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἐλαϊκ
ώ
τὼ
ἐλαϊκ
ᾱ́
τὼ
ἐλαϊκ
ώ
γεν-δοτ
τοῖν
ἐλαϊκ
οῖν
τοῖν
ἐλαϊκ
αῖν
τοῖν
ἐλαϊκ
οῖν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'καλός'
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἐλαϊκός
<
ἐλαία
Επίθετο
επεξεργασία
ἐλαϊκός, -ή, -όν
όμοιος με
ελιά
, σαν ελιά
Συγγενικά
επεξεργασία
ἐλαιηρός
,ά,όν
ἐλάινος
και ἐλαΐνεος από ξύλο ελιάς
ἐλαΐς
,-ΐδος : το δέντρο της ελιάς (πληθ. ἐλᾷδες)
ἐλαιών
,-ῶνος : ο
ελαιώνας
ἔλαιον
: το ελαιόλαδο αλλά και η ελαιώδης ουσία
ο
ἔλαιος
: αγριελιά, κότινος