ἐλαιηρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐλαιηρός < ἐλαία + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαἐλαιηρός, ἐλαιηρά, ἐλαιηρόν
- του λαδιού, ελαιώδης, λαδερός, λιπαρός
Συγγενικά
επεξεργασία- ἐλαϊκός σαν ελιά
- ἐλάινος και ἐλαΐνεος από ξύλο ελιάς
- ἐλαΐς,-ΐδος : το δέντρο της ελιάς (πληθ. ἐλᾷδες)
- ἐλαιών,-ῶνος : ο ελαιώνας
- ἔλαιον : το ελαιόλαδο αλλά και η ελαιώδης ουσία
- ο ἔλαιος : αγριελιά, κότινος
Πηγές
επεξεργασία- ἐλαιηρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐλαιηρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.