ἐλάττων
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐλάττων | τὸ | ἔλαττον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐλάττονος | τοῦ | ἐλάττονος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐλάττονῐ | τῷ | ἐλάττονῐ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐλάττονᾰ - ἐλάττω | τὸ | ἔλαττον | ||
κλητική ὦ! | ἔλαττον | ἔλαττον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐλάττονες - ἐλάττους | τὰ | ἐλάττονᾰ - ἐλάττω | ||
γενική | τῶν | ἐλαττόνων | τῶν | ἐλαττόνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐλάττoσῐ(ν) | τοῖς | ἐλάττoσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐλάττονᾰς - ἐλάττους | τὰ | ἐλάττονᾰ - ἐλάττω | ||
κλητική ὦ! | ἐλάττονες - ἐλάττους | ἐλάττονᾰ - ἐλάττω | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐλάττονε | τὼ | ἐλάττονε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐλαττόνοιν | τοῖν | ἐλαττόνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'βελτίων' όπως «βελτίων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐλάττων < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ἐλάττων, -ων, ἔλαττον
- αττικός τύπος του ἐλάσσων
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Σοφιστής, 218e @scaife.perseus
- Τί δῆτα προταξαίμεθ' ἂν εὔγνωστον μὲν καὶ σμικρόν, λόγον δὲ μηδενὸς ἐλάττονα ἔχον τῶν μειζόνων;
- Θέλεις λοιπόν να προτάξωμεν ένα ευνόητον και μικρόν ζήτημα, το οποίον όμως δεν έχει μικρότερον ορισμόν από κανέν από τα δύσκολα;
- Μετάφραση (1910): Κυριάκος Ζάμπας
- Τί δῆτα προταξαίμεθ' ἂν εὔγνωστον μὲν καὶ σμικρόν, λόγον δὲ μηδενὸς ἐλάττονα ἔχον τῶν μειζόνων;
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Σοφιστής, 218e @scaife.perseus