Δείτε επίσης: Ακύλας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀκύλᾱς οἱ ...?...αι
      γενική τοῦ Ἀκύλου τῶν Ἀκυλῶν
      δοτική τῷ Ἀκύλ τοῖς Ἀκύλαις
    αιτιατική τὸν Ἀκύλᾱν τοὺς Ἀκύλᾱς
     κλητική ! Ἀκύλ ...?...αι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀκύλ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀκύλαιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀκύλας ήδη τον 4ο αιώνα πκε < (άμεσο δάνειο) λατινική Aquila < aquila (αετός)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀκύλας αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία