→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄνωρος τὸ ἄνωρον
      γενική τοῦ/τῆς ἀνώρου τοῦ ἀνώρου
      δοτική τῷ/τῇ ἀνώρ τῷ ἀνώρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄνωρον τὸ ἄνωρον
     κλητική ! ἄνωρε ἄνωρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄνωροι τὰ ἄνωρ
      γενική τῶν ἀνώρων τῶν ἀνώρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀνώροις τοῖς ἀνώροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀνώρους τὰ ἄνωρ
     κλητική ! ἄνωροι ἄνωρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνώρω τὼ ἀνώρω
      γεν-δοτ τοῖν ἀνώροιν τοῖν ἀνώροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄνωρος < ἄν- στερητικό + ὥρ(α) + -ος / -ωρος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄνωρος, -ος, -ον

  1. άκαιρος, παράκαιρος, πρόωρος
    ※  4ος πκε αιώνας, Επιγραφή από την Ολβία Ποντική στη Μαύρη Θάλασσα. IGDOlbia 45. @epigraphy.packhum.org
    Ὠπίκρατες {²⁶ὦ Ἐπίκρατες}²⁶, μνημεῖον ἔχει̣[ς]
    παῖς Ἰσοκράτεος ἐὼν
    τύμβογ καὶ στήλην
    μνῆμά τε ἄνωρος ἐών.
    ※  4ος πκε αιώνας, Επιγραφή από την Γκίζα της Αιγύπτου. SEG 29:1654. @epigraphy.packhum.org
    ὤιμοι, σὴ(γ) γεφαλ-
    ήν {²⁶σὴν κεφαλήν}²⁶· ἡ ἄνωρος ἔθ’ ὧ-
    δ’ ὑποκεῖται
    Δημοφίλου· ψυχὴ-
    ν σῶμά τε ὀδυρομ-
    ένη.
  2. άγουρος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία