ἄμπυξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀμπῠκ- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄμπυξ | οἱ/αἱ | ἄμπυκες | |
γενική | τοῦ/τῆς | ἄμπυκος | τῶν | ἀμπύκων | |
δοτική | τῷ/τῇ | ἄμπυκῐ | τοῖς/ταῖς | ἄμπυξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄμπυκᾰ | τοὺς/τὰς | ἄμπυκᾰς | |
κλητική ὦ! | ἄμπυξ | ἄμπυκες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄμπυκε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀμπύκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄμπυξ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄμπυξ, -ῠκος αρσενικό ή θηλυκό
- διάδημα, κορδέλα, ταινία για το δέσιμο των μαλλιών των γυναικών
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 469 (468-472)
- τῆλε δ᾽ ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα, | ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην | κρήδεμνόν θ᾽, ὅ ῥά οἱ δῶκε χρυσέη Ἀφροδίτη | ἤματι τῷ ὅτε μιν κορυθαίολος ἠγάγεθ᾽ Ἕκτωρ | ἐκ δόμου Ἠετίωνος, ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα.
- Μακράν της τα γιαδέματα πετάχθηκαν τα ωραία, | το διάδημα, με την λαμπρήν μαντίλα και το δίκτυ | και το μαγνάδι οπού η χρυσή της χάρισε Αφροδίτη, | όταν του Ηετίωνος την πήρε από το σπίτι | νύμφην ο Έκτωρ με πολλά που ᾽χε της δώσει δώρα.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τῆλε δ᾽ ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα, | ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην | κρήδεμνόν θ᾽, ὅ ῥά οἱ δῶκε χρυσέη Ἀφροδίτη | ἤματι τῷ ὅτε μιν κορυθαίολος ἠγάγεθ᾽ Ἕκτωρ | ἐκ δόμου Ἠετίωνος, ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 465 (463-465)
- σὺν Δηλιάσιν τε κού- | ραισιν Ἀρτέμιδος θεᾶς | χρυσέαν τ᾽ ἄμπυκα τόξα τ᾽ εὐλογήσω;
- Κι εκεί, μαζί με τις Δηλιώτισσες παρθένες, | θα υμνολογώ της Άρτεμης | το χρυσό στέμμα και τα τόξα;
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- σὺν Δηλιάσιν τε κού- | ραισιν Ἀρτέμιδος θεᾶς | χρυσέαν τ᾽ ἄμπυκα τόξα τ᾽ εὐλογήσω;
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 469 (468-472)
- στεφάνη τροχού
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 678 (676-679)
- λόγῳ μὲν ἐξήκουσ᾽, ὄπωπα δ᾽ οὐ μάλα, | τὸν πελάταν λέκτρων ποτὲ ‹τῶν› Διὸς | κατὰ δρομάδ᾽ ἄμπυκα δέσμιον ὡς ἔλαβεν | παγκρατὴς Κρόνου παῖς·
- Δεν τα ᾽δα με τα μάτια μου, τα ᾽χω ακουστά κι εγώ | πως τον Ιξίονα έδεσε ο Δίας σε γοργοστρεφούμενο τροχό, | γιατί μ᾽ ανομολόγητους σκοπούς | να πλησιάσει ετόλμησε την κλίνη του παντοδύναμου Θεού.
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 678 (676-679)
- προμετωπίδα αλόγου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἄμπυξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄμπυξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.