Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάδημα τα διαδήματα
      γενική του διαδήματος των διαδημάτων
    αιτιατική το διάδημα τα διαδήματα
     κλητική διάδημα διαδήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάδημα < διαδέω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði̯a.ði.ma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάδημα ουδέτερο

  1. Ταινία που δένεται γύρω στο κεφάλι ανδρών ή γυναικών και συγκρατεί τα μαλλιά.
  2. στέμμα,κορόνα (π.χ για τον Πάπα),τιάρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία