diademo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- diademo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diademo | diademoj |
αιτιατική | diademon | diademojn |
diademo (eo)
- το διάδημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diademo | diademoj |
αιτιατική | diademon | diademojn |
diademo (eo)