ἁλυκός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἁλυκός | ἡ | ἁλυκή | τὸ | ἁλυκόν |
γενική | τοῦ | ἁλυκοῦ | τῆς | ἁλυκῆς | τοῦ | ἁλυκοῦ |
δοτική | τῷ | ἁλυκῷ | τῇ | ἁλυκῇ | τῷ | ἁλυκῷ |
αιτιατική | τὸν | ἁλυκόν | τὴν | ἁλυκήν | τὸ | ἁλυκόν |
κλητική ὦ! | ἁλυκέ | ἁλυκή | ἁλυκόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἁλυκοί | αἱ | ἁλυκαί | τὰ | ἁλυκᾰ́ |
γενική | τῶν | ἁλυκῶν | τῶν | ἁλυκῶν | τῶν | ἁλυκῶν |
δοτική | τοῖς | ἁλυκοῖς | ταῖς | ἁλυκαῖς | τοῖς | ἁλυκοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ἁλυκούς | τὰς | ἁλυκᾱ́ς | τὰ | ἁλυκᾰ́ |
κλητική ὦ! | ἁλυκοί | ἁλυκαί | ἁλυκᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁλυκώ | τὼ | ἁλυκᾱ́ | τὼ | ἁλυκώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ἁλυκοῖν | τοῖν | ἁλυκαῖν | τοῖν | ἁλυκοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἁλυκός < ἅλ(ς). Το ύψιλον του θέματος ίσως προήλθε από επίδραση της λέξης ἁλμυρός.[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαἁλυκός, -ή, -όν, συγκριτικός :ἁλυκώτερος
- αλμυρός
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Τίμαιος, 65e (65d-65e) @scaife.perseus.org
- τὰ δὲ τούτων τε ῥυπτικὰ καὶ πᾶν τὸ περὶ τὴν γλῶτταν ἀποπλύνοντα, πέρα μὲν τοῦ μετρίου τοῦτο δρῶντα καὶ προσεπιλαμβανόμενα ὥστε ἀποτήκειν αὐτῆς τῆς φύσεως, οἷον ἡ τῶν λίτρων δύναμις, πικρὰ πάνθʼ οὕτως ὠνόμασται, τὰ δὲ ὑποδεέστερα τῆς λιτρώδους ἕξεως ἐπὶ τὸ μέτριόν τε τῇ ῥύψει χρώμενα ἁλυκὰ ἄνευ πικρότητος τραχείας καὶ φίλα μᾶλλον ἡμῖν φαντάζεται.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ θάμνους καὶ λαχανώδη, 20.1 @scaife.perseus
- Διὰ τί τὸ ἁλυκὸν ὕδωρ τὰ μὲν σέλινα δέχεται, τὸ δὲ πράσον οὔ; ἢ ὅτι τοῦ μὲν ἀσθενεῖς αἱ ῥίζαι, τοῦ δὲ ἰσχυραί; τὸ δὲ ἰσχυρότερον ἀπαθέστερον..
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Αριθμοί, κεφ. 34.12, @scaife.perseus
- καὶ καταβήσεται τὰ ὅρια ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην, καὶ ἔσται ἡ διέξοδος θάλασσα ἡ ἁλυκή.
- ΣτΕ: ἁλυκὴ θάλασσα= η Νεκρά θάλασσα.
- καὶ καταβήσεται τὰ ὅρια ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην, καὶ ἔσται ἡ διέξοδος θάλασσα ἡ ἁλυκή.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Τίμαιος, 65e (65d-65e) @scaife.perseus.org
- υφάλμυρος
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Περὶ φυτῶν αἰτιῶν, 2.5.3, @scaife.perseus
- τὰ δ ἁλυκὰ τῶν ὑδάτων τρέφει μὲν καὶ τὰ ἔγγεια χεῖρον δὲ τῶν γλυκέων· ἀναυξῆ γὰρ ποιεῖ καὶ ἐπικάει,
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 4.3.5, @scaife.perseus
- τὸ δ ὕδωρ ἔνθα μὲν γλυκὺ σφόδρα ἔνθα δὲ ἁλυκὸν πλησίον ὄντων ἀλλήλοις· ὅπου δὲ τὰ ἄλλα φύεται ξηρὸν καὶ ἄνυδρον·
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Περὶ φυτῶν αἰτιῶν, 2.5.3, @scaife.perseus
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές
επεξεργασία- ἁλυκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.