γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀτυζόμενος ἀτυζομένη τὸ ἀτυζόμενον
      γενική τοῦ ἀτυζομένου τῆς ἀτυζομένης τοῦ ἀτυζομένου
      δοτική τῷ ἀτυζομέν τῇ ἀτυζομέν τῷ ἀτυζομέν
    αιτιατική τὸν ἀτυζόμενον τὴν ἀτυζομένην τὸ ἀτυζόμενον
     κλητική ! ἀτυζόμενε ἀτυζομένη ἀτυζόμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀτυζόμενοι αἱ ἀτυζόμεναι τὰ ἀτυζόμεν
      γενική τῶν ἀτυζομένων τῶν ἀτυζομένων τῶν ἀτυζομένων
      δοτική τοῖς ἀτυζομένοις ταῖς ἀτυζομέναις τοῖς ἀτυζομένοις
    αιτιατική τοὺς ἀτυζομένους τὰς ἀτυζομένᾱς τὰ ἀτυζόμεν
     κλητική ! ἀτυζόμενοι ἀτυζόμεναι ἀτυζόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀτυζομένω τὼ ἀτυζομέν τὼ ἀτυζομένω
      γεν-δοτ τοῖν ἀτυζομένοιν τοῖν ἀτυζομέναιν τοῖν ἀτυζομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἀτυζόμενος, -η, -ον (μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἀτύζω