ἀτύζομαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀτύζομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂tug- (είμαι τρομοκρατημένος). Συγγενή: χεττιτική ? (ḫatuki-, τρομερός).[1]
Ρήμα επεξεργασία
ἀτύζομαι
- ταράζομαι από φόβο, εκπλήσσομαι, είμαι έντρομος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- ἀτυζόμενος (μετοχή)
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές επεξεργασία
- ἀτύζομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀτύζομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.