Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀτύζομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂tug- (είμαι τρομοκρατημένος). Συγγενή: χεττιτική ? (ḫatuki-, τρομερός).[1]

  Ρήμα επεξεργασία

ἀτύζομαι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία