ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀπηλεγής τὸ ἀπηλεγές
      γενική τοῦ/τῆς ἀπηλεγοῦς τοῦ ἀπηλεγοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀπηλεγεῖ τῷ ἀπηλεγεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀπηλεγ τὸ ἀπηλεγές
     κλητική ! ἀπηλεγές ἀπηλεγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀπηλεγεῖς τὰ ἀπηλεγ
      γενική τῶν ἀπηλεγῶν τῶν ἀπηλεγῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀπηλεγέσ(ν) τοῖς ἀπηλεγέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀπηλεγεῖς τὰ ἀπηλεγ
     κλητική ! ἀπηλεγεῖς ἀπηλεγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀπηλεγεῖ τὼ ἀπηλεγεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀπηλεγοῖν τοῖν ἀπηλεγοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπηλεγής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀπηλεγής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία