ἀπηλεγέως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀπηλεγέως < ἀπηλεγής
Επίρρημα
επεξεργασίαἀπηλεγέως
- ευθέως, χωρίς περίσκεψη για τις συνέπειες, ανόητα, απερίφραστα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 373 (372-373)
- ἠῶθεν δ᾽ ἀγορήνδε καθεζώμεσθα κιόντες | πάντες, ἵν᾽ ὑμῖν μῦθον ἀπηλεγέως ἀποείπω,
- Με το ξημέρωμα όμως καλώ τους πάντες να βρεθούμε | στην αγορά για τη συνέλευση, όπου σκοπεύω να σας πω την απαγόρευσή μου απερίφραστα:
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἠῶθεν δ᾽ ἀγορήνδε καθεζώμεσθα κιόντες | πάντες, ἵν᾽ ὑμῖν μῦθον ἀπηλεγέως ἀποείπω,
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 1.439, @scaife.perseus
- αἶψα δʼ ἀπηλεγέως νόον ἔκφατο Λητοΐδαο·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 373 (372-373)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἀλέγω
Πηγές
επεξεργασία- ἀπηλεγέως - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπηλεγέως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.