ἀντροδίαιτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀντροδίαιτος < αρχαία ελληνική ἄντρον + -δίαιτος (< δίαιτα)
Επίθετο
επεξεργασίαἀντροδῐ́αιτος, -ος, -ον
Πηγές
επεξεργασία- ἀντροδίαιτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.