Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντροδίαιτος η αντροδίαιτη το αντροδίαιτο
      γενική του αντροδίαιτου της αντροδίαιτης του αντροδίαιτου
    αιτιατική τον αντροδίαιτο την αντροδίαιτη το αντροδίαιτο
     κλητική αντροδίαιτε αντροδίαιτη αντροδίαιτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντροδίαιτοι οι αντροδίαιτες τα αντροδίαιτα
      γενική των αντροδίαιτων των αντροδίαιτων των αντροδίαιτων
    αιτιατική τους αντροδίαιτους τις αντροδίαιτες τα αντροδίαιτα
     κλητική αντροδίαιτοι αντροδίαιτες αντροδίαιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντροδίαιτος < ελληνιστική κοινή ἀντροδίαιτος < αρχαία ελληνική ἄντρον + -δίαιτος

  Επίθετο επεξεργασία

αντροδίαιτος, -η / -ος, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • αντροδίαιτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις επεξεργασία