http://www.perseus.tufts.edu/hopper/morph?l=aniwn&la=greek


Δείτε επίσης: ἀνιών, ἀνίων
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀνιῶν ἀνιῶσ τὸ ἀνιῶν
      γενική τοῦ ἀνιῶντος τῆς ἀνιώσης τοῦ ἀνιῶντος
      δοτική τῷ ἀνιῶντ τῇ ἀνιώσ τῷ ἀνιῶντ
    αιτιατική τὸν ἀνιῶντ τὴν ἀνιῶσᾰν τὸ ἀνιῶν
     κλητική ! ἀνιῶν ἀνιῶσ ἀνιῶν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀνιῶντες αἱ ἀνιῶσαι τὰ ἀνιῶντ
      γενική τῶν ἀνιώντων τῶν ἀνιωσῶν τῶν ἀνιώντων
      δοτική τοῖς ἀνιῶσῐ(ν) ταῖς ἀνιώσαις τοῖς ἀνιῶσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἀνιῶντᾰς τὰς ἀνιώσᾱς τὰ ἀνιῶντ
     κλητική ! ἀνιῶντες ἀνιῶσαι ἀνιῶντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνιῶντε τὼ ἀνιώσ τὼ ἀνιῶντε
      γεν-δοτ τοῖν ἀνιώντοιν τοῖν ἀνιώσαιν τοῖν ἀνιώντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τιμῶν' όπως «τιμῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἀνιῶν, -ῶσα, -ῶν

  • συνηρημένη μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀνιῶ του ἀνιάω
    ※  5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Αἴας, 265-267
    πότερα δ᾽ ἄν, εἰ νέμοι τις αἵρεσιν, λάβοις, | φίλους ἀνιῶν αὐτὸς ἡδονὰς ἔχειν, | ἢ κοινὸς ἐν κοινοῖσι λυπεῖσθαι ξυνών;
    Τί ωστόσο απ᾽ τα δυο, αν ήταν στο χέρι σου, θα είχες | διαλέξει; να νιώθεις φιλήδονος, αφήνοντας λυπημένους | τους φίλους; ή συμπάσχοντας κι εσύ να υποφέρεις;
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ἀνιῶν θηλυκό