ἀνιάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀνιάω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἀνιάω / ἀνιῶ
- στεναχωρώ, θλίβω
- → δείτε παράθεμα στο ἀνιῶν
- ενοχλώ, εκνευρίζω
- (μεοπαθητική φωνή ἀνιῶμαι)
- είμαι θλιμμένος, στενοχωρημένος, αποκαρδιωμένος
- είμαι κουρασμένος, εξαντλημένος
- ενοχλούμαι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 335 (στίχοι 335-336)
- ἀλλὰ μέν᾽· οὐ γάρ τίς τοι ἀνιᾶται παρεόντι, | οὔτ᾽ ἐγὼ οὔτε τις ἄλλος ἑταίρων, οἵ μοι ἔασιν.
- Μείνε λοιπόν· η παρουσία σου εδώ δεν ενοχλεί κανένα, | σίγουρα όχι εμένα, μήτε όποιον άλλον έχω συντροφιά μου εδώ.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 335 (στίχοι 335-336)
Πηγές
επεξεργασία- ἀνιάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνιάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.