Δείτε επίσης: αναγκαίος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀναγκαῖος ἀναγκαί
ἀναγκαῖος
τὸ ἀναγκαῖον
      γενική τοῦ ἀναγκαίου τῆς ἀναγκαίᾱς
ἀναγκαίου
τοῦ ἀναγκαίου
      δοτική τῷ ἀναγκαί τῇ ἀναγκαί
ἀναγκαί
τῷ ἀναγκαί
    αιτιατική τὸν ἀναγκαῖον τὴν ἀναγκαίᾱν
ἀναγκαῖον
τὸ ἀναγκαῖον
     κλητική ! ἀναγκαῖε ἀναγκαί
ἀναγκαῖε
ἀναγκαῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀναγκαῖοι αἱ ἀναγκαῖαι
ἀναγκαῖοι
τὰ ἀναγκαῖ
      γενική τῶν ἀναγκαίων τῶν ἀναγκαίων
ἀναγκαίων
τῶν ἀναγκαίων
      δοτική τοῖς ἀναγκαίοις ταῖς ἀναγκαίαις
ἀναγκαίοις
τοῖς ἀναγκαίοις
    αιτιατική τοὺς ἀναγκαίους τὰς ἀναγκαίᾱς
ἀναγκαίους
τὰ ἀναγκαῖ
     κλητική ! ἀναγκαῖοι ἀναγκαῖαι
ἀναγκαῖοι
ἀναγκαῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀναγκαίω τὼ ἀναγκαί
ἀναγκαίω
τὼ ἀναγκαίω
      γεν-δοτ τοῖν ἀναγκαίοιν τοῖν ἀναγκαίαιν
ἀναγκαίοιν
τοῖν ἀναγκαίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «γυναικεῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναγκαῖος < ἀνάγκ(η) + -αῖος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀναγκαῖος, -αία/-ος, -αῖον

  1. υποχρεωτικός, μοιραίος, απο τη μοίρα επιβεβλημένος, αναπόφευκτος
    ※  ὦ δέσποτ᾽ Αἴας, τῆς ἀναγκαίας τύχης οὐκ ἔστιν οὐδὲν μεῖζον ἀνθρώποις κακόν.
    απ' την αφεύγατην τη δυστυχία ω αφέντη, κακό δε είναι πιο μεγάλο στους ανθρώπους (Σοφοκλής, Αίας, 485, απόδοση Κ. Βάρναλη)
  2. της ανάγκης, ταπεινός, δουλικός, επιβεβλημένος
    ※  ἔγχεϊ δ᾽ αὐτὸς Τρωσὶ φιλοπτολέμοισι μεταπρέπω, ὅ σφιν ἀμύνω ἦμαρ ἀναγκαῖον
    που είμαι πρώτος μαχητής των φιλομάχων Τρώων, και δεν θα ιδούν, ενόσω ζω, την δουλικήν ημέρα.(Ιλιάδα, 16η ή Π 835, απόδοση Ι. Πολυλάς)
  3. που γίνεται εξ ανάγκης, αναγκαστικά, που δεν αποτελεί επιλογή ή πάντως πρώτη επιλογή
    ※  ἐν δ᾽ ἄρα Λαέρτης Δολίος τ᾽ ἐς τεύχε᾽ ἔδυνον, καὶ πολιοί περ ἐόντες,ἀναγκαῖοι πολεμισταί.
    ακόμα κι ο Λαέρτης έβλεπες με τον Δολίο, κι ας είχαν ψαρά μαλλιά, ν᾿ αρματοζώνουνται, στρατιώτες της ανάγκης.(Οδύσσεια, Ραψωδία Ω, 499, Απόδοση Ν. Καζαντζάκη-Ι. Κακριδή)

Συγγενικά

επεξεργασία