ἀλλοτριώτατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀλλοτριώτατος < ἀλλότρι(ος) + -ώτατος
Επίθετο
επεξεργασίαἀλλοτριώτατος, -η, -ον
- υπερθετικός βαθμός του ἀλλότριος
- (με αρνητική σημασία) ξένος, ανοίκειος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 70.6
- ἔτι δὲ τοῖς μὲν σώμασιν ἀλλοτριωτάτοις ὑπὲρ τῆς πόλεως χρῶνται, τῇ δὲ γνώμῃ οἰκειοτάτῃ ἐς τὸ πράσσειν τι ὑπὲρ αὐτῆς.
- Μεταχειρίζονται τα σώματά των εις την υπηρεσίαν της πατρίδος, ως να ήσαν εντελώς ξένα και όχι ιδικά των, το πνεύμα των όμως θεωρούν ως το ασφαλέστερον εις την διάθεσίν των όργανον, όπως κατορθώσουν να επιτύχουν κάτι τι άξιον λόγου υπέρ αυτής.
- Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος @greek-language.gr
- ἔτι δὲ τοῖς μὲν σώμασιν ἀλλοτριωτάτοις ὑπὲρ τῆς πόλεως χρῶνται, τῇ δὲ γνώμῃ οἰκειοτάτῃ ἐς τὸ πράσσειν τι ὑπὲρ αὐτῆς.
Πηγές
επεξεργασία- ἀλλότριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλλότριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.