γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀλλοτριώτατος ἀλλοτριωτάτη τὸ ἀλλοτριώτατον
      γενική τοῦ ἀλλοτριωτάτου τῆς ἀλλοτριωτάτης τοῦ ἀλλοτριωτάτου
      δοτική τῷ ἀλλοτριωτάτ τῇ ἀλλοτριωτάτ τῷ ἀλλοτριωτάτ
    αιτιατική τὸν ἀλλοτριώτατον τὴν ἀλλοτριωτάτην τὸ ἀλλοτριώτατον
     κλητική ! ἀλλοτριώτατε ἀλλοτριωτάτη ἀλλοτριώτατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀλλοτριώτατοι αἱ ἀλλοτριώταται τὰ ἀλλοτριώτατ
      γενική τῶν ἀλλοτριωτάτων τῶν ἀλλοτριωτάτων τῶν ἀλλοτριωτάτων
      δοτική τοῖς ἀλλοτριωτάτοις ταῖς ἀλλοτριωτάταις τοῖς ἀλλοτριωτάτοις
    αιτιατική τοὺς ἀλλοτριωτάτους τὰς ἀλλοτριωτάτᾱς τὰ ἀλλοτριώτατ
     κλητική ! ἀλλοτριώτατοι ἀλλοτριώταται ἀλλοτριώτατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀλλοτριωτάτω τὼ ἀλλοτριωτάτ τὼ ἀλλοτριωτάτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀλλοτριωτάτοιν τοῖν ἀλλοτριωτάταιν τοῖν ἀλλοτριωτάτοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλλοτριώτατος < ἀλλότρι(ος) + -ώτατος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀλλοτριώτατος, -η, -ον

  • υπερθετικός βαθμός του ἀλλότριος
    (με αρνητική σημασία) ξένος, ανοίκειος
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 70.6
    ἔτι δὲ τοῖς μὲν σώμασιν ἀλλοτριωτάτοις ὑπὲρ τῆς πόλεως χρῶνται, τῇ δὲ γνώμῃ οἰκειοτάτῃ ἐς τὸ πράσσειν τι ὑπὲρ αὐτῆς.
    Μεταχειρίζονται τα σώματά των εις την υπηρεσίαν της πατρίδος, ως να ήσαν εντελώς ξένα και όχι ιδικά των, το πνεύμα των όμως θεωρούν ως το ασφαλέστερον εις την διάθεσίν των όργανον, όπως κατορθώσουν να επιτύχουν κάτι τι άξιον λόγου υπέρ αυτής.
    Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος @greek-language.gr