καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀλγεριακός ἀλγεριακή τὸ ἀλγεριακόν
      γενική τοῦ ἀλγεριακοῦ τῆς ἀλγεριακῆς τοῦ ἀλγεριακοῦ
      δοτική τῷ ἀλγεριακ τῇ ἀλγεριακ τῷ ἀλγεριακ
    αιτιατική τὸν ἀλγεριακόν τὴν ἀλγεριακήν τὸ ἀλγεριακόν
     κλητική ! ἀλγεριακέ ἀλγεριακή ἀλγεριακόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀλγεριακοί αἱ ἀλγεριακαί τὰ ἀλγεριακά
      γενική τῶν ἀλγεριακῶν τῶν ἀλγεριακῶν τῶν ἀλγεριακῶν
      δοτική τοῖς ἀλγεριακοῖς ταῖς ἀλγεριακαῖς τοῖς ἀλγεριακοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀλγεριακούς τὰς ἀλγεριακάς τὰ ἀλγεριακά
     κλητική ! ἀλγεριακοί ἀλγεριακαί ἀλγεριακά
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλγεριακός < Αλγερί(α) + -ακός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /al.ʝe.ɾi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ἀλ‐γε‐ρι‐α‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀλγεριακός, -η, -ον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία