Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀλίβᾱς οἱ ἀλίβᾰντες
      γενική τοῦ ἀλίβᾰντος τῶν ἀλιβᾰ́ντων
      δοτική τῷ ἀλίβᾰντ τοῖς ἀλίβᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀλίβᾰντ τοὺς ἀλίβᾰντᾰς
     κλητική ! ἀλίβᾰν ἀλίβᾰντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλίβᾰντε
γεν-δοτ τοῖν  ἀλιβᾰ́ντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'γίγας' όπως «ἐλέφας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀλίβας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀλίβας, -αντος αρσενικό

  1. νεκρός, πτώμα ανθρώπου
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 3, 387c (387b-387c)
    Οὐκοῦν ἔτι καὶ τὰ περὶ ταῦτα ὀνόματα πάντα τὰ δεινά τε καὶ φοβερὰ ἀποβλητέα, Κωκυτούς τε καὶ Στύγας καὶ «ἐνέρους» καὶ «ἀλίβαντας», καὶ ἄλλα ὅσα τούτου τοῦ τύπου ὀνομαζόμενα φρίττειν δὴ ποιεῖ ὡς οἴεται† πάντας τοὺς ἀκούοντας.
    Ακόμα πρέπει να πετάξομε μακριά και όλα τα φοβερά και τρομερά ονόματα που δίνουν σ᾽ αυτά τα πράγματα, τους Κωκυτούς και τις Στύγες και τις Κόλασες και τα Τάρταρα και όλα τα παρόμοια, που είναι χυμένα στο ίδιο καλούπι και που κάνουν σ᾽ όλη τη ζωή τους να σηκώνουνται οι τρίχες της κεφαλής των, όσοι τ᾽ ακούουν.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Πότερον ὕδωρ ἣ πῦρ χρησιμώτερον, Section 2, 956a @scaife.perseus
    ἀμέλει τοὺς ἀποθανόντας ἀλίβαντας καλοῦσιν ὡς ἐνδεεῖς λιβάδος τουτέστιν ὑγρότητος, καὶ παρὰ τοῦτο τοὺς στερουμένους τοῦ ζῆν. καὶ ἄνευ μὲν πυρὸς ἦν πολλά, ὕδατος δʼ οὐδέποτʼ ἄνθρωπος.
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, De temperamentis, 1.3, 522-523, @scaife.perseus
    καλεῖσθαι γοῦν ἀλίβαντας τοὺς νεκροὺς ὡς ἂν οὐκέτι λιβάδα καὶ ὑγρότητα κεκτημένους οὐδεμίαν, ἐξατμισθέντας θ’ ἅμα διὰ τὴν ἀποχώρησιν τοῦ θερμοῦ καὶ παγέντας ὑπὸ τῆς ψύξεως.
  2. ο ποταμός των νεκρών, η Στυξ
  3. (μεταφορικά) νεκρό κρασί, δηλαδή ξίδι

  Πηγές επεξεργασία