→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀειδής τὸ ἀειδές
      γενική τοῦ/τῆς ἀειδοῦς τοῦ ἀειδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀειδεῖ τῷ ἀειδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀειδ τὸ ἀειδές
     κλητική ! ἀειδές ἀειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀειδεῖς τὰ ἀειδ
      γενική τῶν ἀειδῶν τῶν ἀειδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀειδέσ(ν) τοῖς ἀειδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀειδεῖς τὰ ἀειδ
     κλητική ! ἀειδεῖς ἀειδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀειδεῖ τὼ ἀειδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀειδοῖν τοῖν ἀειδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀειδής < α- (στερητικό) + εἴδω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀειδής, -ής, -ές

Συνώνυμα

επεξεργασία