ἀδείμαντος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀδείμαντος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἀδείμαντος, -ος, -ον
- ατρόμητος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘Πίνδαρος, Ισθμιόνικοι, ΗΡΟΔΟΤῼ ΘΗΒΑΙῼ ΑΡΜΑΤΙ, 1.13-1.14 @scaife.perseus
- ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν | παῖδα,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘Πίνδαρος, Νεμεόνικοι, ΘΕΑΙῼ ΑΡΓΕΙῼ ΠΑΛΑΙΣΤῌ, 10.18 @scaife.perseus
- σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος
- κομίζοντας το ατρόμιτο σπέρμα του Ηρακλή
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘Πίνδαρος, Ισθμιόνικοι, ΗΡΟΔΟΤῼ ΘΗΒΑΙῼ ΑΡΜΑΤΙ, 1.13-1.14 @scaife.perseus
- αυτός που δεν προξενεί φόβο, εκεί όπου δεν υπάρχει φόβος
Παράγωγα
επεξεργασία- ἀδειμάντως (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασία- Ἀδείμαντος
- → και δείτε τη λέξη δεῖμα
Πηγές
επεξεργασία- ἀδείμαντος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀδείμαντος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.