ἀγοραῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
ᾰγοραιο- | |||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀγοραῖος | ἡ | ἀγοραίᾱ | τὸ | ἀγοραῖον | |
γενική | τοῦ/τῆς | ἀγοραίου | τῆς | ἀγοραίᾱς | τοῦ | ἀγοραίου | |
δοτική | τῷ/τῇ | ἀγοραίῳ | τῇ | ἀγοραίᾳ | τῷ | ἀγοραίῳ | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀγοραῖον | τὴν | ἀγοραίᾱν | τὸ | ἀγοραῖον | |
κλητική ὦ! | ἀγοραῖε | ἀγοραίᾱ | ἀγοραῖον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀγοραῖοι | αἱ | ἀγοραῖαι | τὰ | ἀγοραῖᾰ | |
γενική | τῶν | ἀγοραίων | τῶν | ἀγοραίων | τῶν | ἀγοραίων | |
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀγοραίοις | ταῖς | ἀγοραίαις | τοῖς | ἀγοραίοις | |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀγοραίους | τὰς | ἀγοραίᾱς | τὰ | ἀγοραῖᾰ | |
κλητική ὦ! | ἀγοραῖοι | ἀγοραῖαι | ἀγοραῖᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγοραίω | τὼ | ἀγοραίᾱ | τὼ | ἀγοραίω | |
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγοραίοιν | τοῖν | ἀγοραίαιν | τοῖν | ἀγοραίοιν | |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. | |||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «λαθραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀγοραῖος < ἀγορά
Επίθετο
επεξεργασίαἀγοραῖος, -ος, ον και θηλυκό -αία ως επίθετο θεαινών
- ο σχετικός με την ἀγορά
- που συχνάζει στην αγορά
- ⮡ ὁ ἀγοραῖος ὄχλος
- → δείτε τὰ ἀγοραῖα: τα σχετικά με την αγορά
- ο κατάλληλος για την αγορά
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἡ ἀγοραῖος (εννοείται ημέρα): η μέρα λειτουργίας της αγοράς
- Ζεὺς Ἀγοραῖος Ο Δίας ως προστάτης των συνελεύσεων της αγοράς
- Ἀθηνᾶ Ἀγοραία
Πηγές
επεξεργασία- ἀγοραῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγοραῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.