Δείτε επίσης: Ἀγοραῖος, αγοραίος
γένη → αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ᾰγοραιο-
ονομαστική / ἀγοραῖος ἀγοραί τὸ ἀγοραῖον
      γενική τοῦ/τῆς ἀγοραίου τῆς ἀγοραίᾱς τοῦ ἀγοραίου
      δοτική τῷ/τῇ ἀγοραί τῇ ἀγοραί τῷ ἀγοραί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀγοραῖον τὴν ἀγοραίᾱν τὸ ἀγοραῖον
     κλητική ! ἀγοραῖε ἀγοραί ἀγοραῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀγοραῖοι αἱ ἀγοραῖαι τὰ ἀγοραῖ
      γενική τῶν ἀγοραίων τῶν ἀγοραίων τῶν ἀγοραίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀγοραίοις ταῖς ἀγοραίαις τοῖς ἀγοραίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀγοραίους τὰς ἀγοραίᾱς τὰ ἀγοραῖ
     κλητική ! ἀγοραῖοι ἀγοραῖαι ἀγοραῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγοραίω τὼ ἀγοραί τὼ ἀγοραίω
      γεν-δοτ τοῖν ἀγοραίοιν τοῖν ἀγοραίαιν τοῖν ἀγοραίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «λαθραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγοραῖος < ἀγορά

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀγοραῖος, -ος, ον και θηλυκό -αία ως επίθετο θεαινών

  1. ο σχετικός με την ἀγορά
  2. που συχνάζει στην αγορά
    ⮡  ἀγοραῖος ὄχλος
  3. → δείτε  τὰ ἀγοραῖα: τα σχετικά με την αγορά
  4. ο κατάλληλος για την αγορά

Εκφράσεις

επεξεργασία