Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀγοραῖοι
      γενική τῶν ἀγοραίων
      δοτική τοῖς ἀγοραίοις
    αιτιατική τοὺς ἀγοραίους
     κλητική ! ἀγοραῖοι
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγοραῖοι < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου ἀγοραῖος στον πληθυντικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀγοραῖοι αρσενικό στον πληθυντικό

  • όσοι τριγυρίζουν στην αγορά, οι έμποροι, ο όχλος, οι αργόσχολοι

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ἀγοραῖοι