πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγμός οἱ ἀγμοί
      γενική τοῦ ἀγμοῦ τῶν ἀγμῶν
      δοτική τῷ ἀγμ τοῖς ἀγμοῖς
    αιτιατική τὸν ἀγμόν τοὺς ἀγμούς
     κλητική ! ἀγμέ ἀγμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀγμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀγμός, -οῦ αρσενικό

  1. ρήγμα βράχου, γκρεμός, σπηλιά
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 263 (262-263)
    ἦν τις διαρρὼξ κυμάτων πολλῷ σάλῳ | κοιλωπὸς ἀγμός, πορφυρευτικαὶ στέγαι.
    εκεί ᾽ναι μια κουφάλα, | σκαμμένη απ᾽ τις φουρτούνες μες στο βράχο, | σκεπή για τους ψαράδες της πορφύρας.
    Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greeklanguage.gr
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 1094 (1093-1094)
    διὰ δὲ χειμάρρου νάπης | ἀγμῶν τ᾽ ἐπήδων θεοῦ πνοαῖσιν ἐμμανεῖς.
    Μέσα από την κοίτη του χειμάρρου | και από γκρεμούς πηδούσαν, ξέφρενες από τις πνοές του θεού.
    Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greeklanguage.gr
  2. (ιατρική) κάταγμα οστών
      2ος κε αιώνας Γαληνός, In Hippocratis De fracturis, 1.1, p. 323 @scaife.perseus
    περὶ δὲ τῶν καταγμάτων ἄξιον ἐπισημήνασθαι τοσοῦτον, ὡς πλειστάκις ὀνομάζων οὕτως αὐτὰ, σπανιάκις δέ που γράψας ἀγμὸς τὴν ἐπιγραφὴν ἐποιήσατο κατὰ τὸ σπάνιον.
      2ος κε αιώνας Γαληνός, In Hippocratis De articulis, 4.5, p. 672 @scaife.perseus
    Αὐτὸς ἐν τῷ περὶ ἀγμῶν εἶπεν·

Συγγενικά

επεξεργασία