Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ωρομίσθιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Δείτε επίσης
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ωρομίσθι
ος
η
ωρομίσθι
α
το
ωρομίσθι
ο
γενική
του
ωρομίσθι
ου
της
ωρομίσθι
ας
του
ωρομίσθι
ου
αιτιατική
τον
ωρομίσθι
ο
την
ωρομίσθι
α
το
ωρομίσθι
ο
κλητική
ωρομίσθι
ε
ωρομίσθι
α
ωρομίσθι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ωρομίσθι
οι
οι
ωρομίσθι
ες
τα
ωρομίσθι
α
γενική
των
ωρομίσθι
ων
των
ωρομίσθι
ων
των
ωρομίσθι
ων
αιτιατική
τους
ωρομίσθι
ους
τις
ωρομίσθι
ες
τα
ωρομίσθι
α
κλητική
ωρομίσθι
οι
ωρομίσθι
ες
ωρομίσθι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ωρομίσθιος
<
ωρομίσθιο
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
ωρομίσθιος, -α, -ο
που
αμείβεται
βάσει
των
ωρών
που
εργάζεται
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ωρομίσθιος
αρσενικό
(
θηλυκό
:
ωρομίσθια
)
αυτός που
αμείβεται
βάσει
των
ωρών
που
εργάζεται
Συγγενικά
επεξεργασία
ωρομίσθια
ωρομίσθιο
→
δείτε
τις λέξεις
ώρα
και
μισθός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ημερομίσθιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ωρομίσθιος
γαλλικά
:
payé
(fr)
à l'
heure
(fr)