ωρομίσθιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ωρομίσθιο | τα | ωρομίσθια |
γενική | του | ωρομίσθιου & ωρομισθίου |
των | ωρομίσθιων & ωρομισθίων |
αιτιατική | το | ωρομίσθιο | τα | ωρομίσθια |
κλητική | ωρομίσθιο | ωρομίσθια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ωρομίσθιο < ώρα + -ο- + μισθός + -ιο ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Stundenlohn)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαωρομίσθιο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- ωρομίσθια
- ωρομίσθιος
- → δείτε τις λέξεις ώρα και μισθός