ημερομίσθιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημερομίσθιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ημερομίσθιος, -α, -ο
- που πληρώνεται για την εργασία του με την ημέρα
- ημερομίσθιος εργάτης
- για εργασία που πληρώνεται με την ημέρα
- ημερομίσθια εργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημερομίσθιος