ωρειάριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ωρειάριος < ωρείο + -άριος < μεσαιωνική ελληνική ὡρεῖον < ελληνιστική κοινή ὡρεῖον < αρχαία ελληνική ὥρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yōr-ā < *yēr- / *yeh₁r- (έτος, εποχή)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ωρειάριος αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ωρειάριος
|