Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ωοσκόπιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ωοσκόπι
ο
τα
ωοσκόπι
α
γενική
του
ωοσκοπί
ου
&
ωοσκόπι
ου
των
ωοσκοπί
ων
αιτιατική
το
ωοσκόπι
ο
τα
ωοσκόπι
α
κλητική
ωοσκόπι
ο
ωοσκόπι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ωοσκόπιο
<
καθαρεύουσα
ὠοσκόπιον
<
αρχαία ελληνική
ᾠόν
+
-σκόπιο
( <
σκοπέω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ωοσκόπιο
ουδέτερο
όργανο
εξέτασης
της ποιότητας των
αβγών
με τη βοήθεια τού κατάλληλου φωτισμού
Συγγενικά
επεξεργασία
ωοσκοπία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ωοσκόπιο
αγγλικά
:
egg scope
(en)
,
ovascope
(en)