ωοσκοπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ωοσκοπία < (ελληνιστική κοινή) ᾠοσκοπία < ᾠόν + κατάληξη -σκοπία < σκοπέω, -ῶ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ωοσκοπία θηλυκό
- ο ποιοτικός έλεγχος των αβγών
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ωοσκοπία
|