ωοληψία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ωοληψία | οι | ωοληψίες |
γενική | της | ωοληψίας | των | ωοληψιών |
αιτιατική | την | ωοληψία | τις | ωοληψίες |
κλητική | ωοληψία | ωοληψίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαωοληψία θηλυκό
- (ιατρική) (νεολογισμός) η απορρόφηση ωοθυλακικού υγρού από τα ωοθυλάκια από εξειδικευμένο γυναικολόγο, ώστε να εντοπιστούν ωάρια για εξωσωματική γονιμοποίηση
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ᾠοληψία
Πηγές
επεξεργασία- ωοληψία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωοληψία
|