Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ωοθυλακικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ωοθυλακικ
ός
η
ωοθυλακικ
ή
το
ωοθυλακικ
ό
γενική
του
ωοθυλακικ
ού
της
ωοθυλακικ
ής
του
ωοθυλακικ
ού
αιτιατική
τον
ωοθυλακικ
ό
την
ωοθυλακικ
ή
το
ωοθυλακικ
ό
κλητική
ωοθυλακικ
έ
ωοθυλακικ
ή
ωοθυλακικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ωοθυλακικ
οί
οι
ωοθυλακικ
ές
τα
ωοθυλακικ
ά
γενική
των
ωοθυλακικ
ών
των
ωοθυλακικ
ών
των
ωοθυλακικ
ών
αιτιατική
τους
ωοθυλακικ
ούς
τις
ωοθυλακικ
ές
τα
ωοθυλακικ
ά
κλητική
ωοθυλακικ
οί
ωοθυλακικ
ές
ωοθυλακικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ωοθυλακικός
<
ωοθυλάκιο
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ωοθυλακικός
που έχει
σχέση
με
ωοθυλάκιο
ή αναφέρεται σ’ αυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ωοθυλακικός