εξωσωματική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εξωσωματική θηλυκό
- η απόπειρα να συλλάβει μια γυναίκα παιδί με εξωσωματική γονιμοποίηση
- έχει ήδη κάνει τρεις εξωσωματικές χωρίς αποτέλεσμα, αλλά δεν το βάζει κάτω
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
εξωσωματική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του εξωσωματικός